κιοτεύω

κιοτεύω
[κιοτής]
1. δειλιάζω
2. κάνω κάποιον να δειλιάσει τρομάζοντάς τον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κιοτεύω — κιότεψα (λ. τουρκ.) 1. δειλιάζω, είμαι δειλός: Κιότεψε ο εχθρός στο κρίσιμο σημείο της μάχης κι έφυγε. 2. κάνω κάποιον να φοβηθεί: Μην το κιοτεύεις το παιδί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γκιοτεύω — [γιοτής] κιοτεύω, δειλιάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”